Наплодить στα ελληνικά

Μετάφραση: наплодить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγω, προσκομίζω, naplodit
Наплодить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биохимия στα ελληνικά - βιοχημεία, Biochemistry, βιοχημείας, της βιοχημείας, τη βιοχημεία
  • брызнуть στα ελληνικά - άνοιξη, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, πιτσιλάω, βουτιά, ...
  • вопреки στα ελληνικά - εναντίον, κατά, σε αντίθεση με, αντίθετα με, αντίθετα προς, αντίθετη προς, αντίθετο προς
  • журналист στα ελληνικά - δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο, ο δημοσιογράφος
Τυχαίες λέξεις
Наплодить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγω, προσκομίζω, naplodit