Λέξη: πυγμαίος

Σχετικές λέξεις: πυγμαίος

πυγμαίοσ ιπποπόταμοσ, κατσίκα πυγμαίος

Συνώνυμα: πυγμαίος

ενός και ημίσεος ποδός

Μεταφράσεις: πυγμαίος

πυγμαίος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pygmy, pigmy, sesquipedal, of pygmy

πυγμαίος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enano, pigmeo, Pygmy, pigmeos, pigmea

πυγμαίος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pygmäe, zwergmensch, Pygmäen, Zwerg, pygmy

πυγμαίος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gnome, pygmée, nain, pygmées, Pygmy, pygméen

πυγμαίος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pigmeo, pygmy, pigmei, pigmea, nana

πυγμαίος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pigmeu, do pigmeu, Pygmy, pigmeus

πυγμαίος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dwerg, pygmee, pygmy, dwergachtige

πυγμαίος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карлик, ничтожество, малютка, пигмей, карликовый, Пигмеев, карликовая, карликового

πυγμαίος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pygmé, pygme, pygmy, dverg, spurve

πυγμαίος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pygmy, pygmé, dvärg, Psaltria, sparv

πυγμαίος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kääpiö, varpuspöllö, pygmy, pygmiksi

πυγμαίος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pygmæ, pygmy, dværg, dværgand

πυγμαίος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skřítek, trpasličí, trpaslík, Pygmy, pygmej, Hrošík

πυγμαίος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pigmej, karzeł, Skrzeczyk, pygmy, pigmeja, karłem

πυγμαίος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pigmeus, kicsiny, törpe, Pygmy, pigmeusok, a törpe

πυγμαίος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pigme, cüce, pygmy, pigme olarak

πυγμαίος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пігмеї, карликовий

πυγμαίος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhuxh, pigme

πυγμαίος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пигмеи, пигмей, джудже, дребен, пигмейски

πυγμαίος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карлікавы, карлікавых

πυγμαίος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pügmee, pisi, pygmy, Kääbus, pisi-

πυγμαίος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kepec, pigmejac, Patuljasti, pigmejski

πυγμαίος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Pygmy

πυγμαίος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
menkysta, žemaūgis, žvirblinė, pigmėjas, niekingas

πυγμαίος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pigmejs, niecība, punduris

πυγμαίος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пигмејскиот, пигмејските, мал, малите

πυγμαίος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pigmeu, pitic, pygmy, pitică, pitici

πυγμαίος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mali, Kepec, pygmy, pritlikavi, pritlikavim

πυγμαίος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpaslík
Τυχαίες λέξεις