Напускной στα ελληνικά
Μετάφραση: напускной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνητός, επιτηδευμένος, προσποιητή, δήθεν, υποκριτικός, προσποιητό, feigned
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бегло στα ελληνικά - έγκαιρα, γοργά, σύντομος, άπταιστα, σύντομα, γρήγορα, ευχέρεια, ...
- бивень στα ελληνικά - χαυλιόδοντας, μπρόσμιου, μπρόσμιος, μπρόσμιο, τον μπρόσμιο
- владеть στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, ...
- годность στα ελληνικά - χρησιμεύω, όφελος, επισκευάζω, ισχύς, ωφελώ, καταλληλότητα, επισκευή, ...
Τυχαίες λέξεις
Напускной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνητός, επιτηδευμένος, προσποιητή, δήθεν, υποκριτικός, προσποιητό, feigned
Μεταφράσεις: τεχνητός, επιτηδευμένος, προσποιητή, δήθεν, υποκριτικός, προσποιητό, feigned