Λέξη: ιδιότροπος
Σχετικές λέξεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος in english
Συνώνυμα: ιδιότροπος
άθυμος, κακόκεφος, σκυθρωπός, εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος, δύστροπος, ξεχαρβαλωμένος, ακόλατος, αχαλίνωτος, παλαβός, άστατος, επιπόλαιος, σκουληκιασμένος, σκωληκιάρης, καπριτσιόζος, παράξενος, στριμμένος, φαντασιόπληκτος, φαντασιώδης, σχολαστικός, δυσευχαρίστητος, μικρολόγος, λεπτολόγος
Μεταφράσεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freakish, temperamental, whimsical, crotchety, capricious, quirky, faddy
ιδιότροπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extravagante, caprichoso, veleidoso, antojadizo, excéntrico, caprichosa, whimsical, caprichosa del, caprichoso de
ιδιότροπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veranlagungsgemäß, skurril, exzentrisch, wunderlich, exaltiert, seltsam, temperamentvoll, bizarr, schrullig, launisch, wunderliche, wunderlichen, whimsical, wunderlicher
ιδιότροπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bizarre, étrange, lunatique, extraordinaire, singulier, drôle, extravagant, quinteux, excentrique, baroque, capricieux, fantasque, changeant, fantaisiste
ιδιότροπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bizzarro, eccentrico, capriccioso, stravagante, estroso, capricciosa, whimsical
ιδιότροπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excêntrico, bizarro, esquisito, barroco, caprichoso, extravagante, lunático, lunática, whimsical
ιδιότροπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bizar, grillig, capricieus, capricieuze, grillige, whimsical
ιδιότροπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прихотливый, взбалмошный, причудливый, эксцентричный, странный, темпераментный, капризный, капризная, капризным, капризна
ιδιότροπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksentrisk, underlig, lunefull, snurrig, lune, snodige
ιδιότροπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bisarr, nyckfullt, nyckfull, nyckfulla, speciella
ιδιότροπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikullinen, eriskummallinen, oikukas, epäkeskinen, hätäinen, hassu, Leikillinen, hupaisa, whimsical
ιδιότροπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
finurlig, Pudsigt, lunefuld, finurlige, Whimsical
ιδιότροπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výstřední, vrtošivý, mimořádný, podivínský, rozmarný, bizarní, náladový, zvláštní, podivný, Podivínství, vrtošivá, náladové
ιδιότροπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cudaczny, żartobliwy, kapryśny, wybuchowy, dziwaczny, fantazyjny, whimsical, kapryśna
ιδιότροπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hóbortos, temperamentumos, különc, fura, szeszélyes, furcsa, szeszélyesen, a szeszélyes
ιδιότροπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaprisli, tuhaf ve Esprili, tuhaf, tuhaf bir, kaprisli bir
ιδιότροπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примхи, вередливий, вигадливий, дивний, темпераментний, примхливий, химерний, чудернацький
ιδιότροπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i çuditshëm, çuditshëm, të çuditshëm, tekanjoz, kapriçioz
ιδιότροπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
темпераментния, капризен, съчетани с, капризни, причудливите, странен
ιδιότροπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мудрагелісты
ιδιότροπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nuuksuma, tujukas, ohkima, ebardlik, tihkuma, Eriskummainen, veidrad, Hassu, veidraid, mänguline
ιδιότροπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapriciozan, ćudljiv, otkačen, hirovita, hirovit, hiroviti
ιδιότροπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duttlungafullur, gáska, yfir gáska
ιδιότροπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekscentriškas, keistas, įnoringas, kaprizingų, lepus, aikštingas
ιδιότροπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dīvains, ekscentrisks, savāds, kaprīzs, untumains
ιδιότροπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непостојана, чуден, змија
ιδιότροπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bizar, capricios, capricioasă, straniu, ciudat
ιδιότροπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bizarní, muhast, whimsical, Ćudljiv, Kapriciozan, muhasti
ιδιότροπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náladový, rozmarný, bizarní, čudný
Τυχαίες λέξεις