Напыщенность στα ελληνικά
Μετάφραση: напыщенность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φούσκωμα, αλαζονεία, υπεροψία, μεγαλορρημοσύνη, έπαρση, μετεωρισμός, μετεωρισμό, τυμπανισμός, τυμπανισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арбалетчик στα ελληνικά - arbalester
- венозный στα ελληνικά - φλεβικός, φλεβική, φλεβικής, φλεβικού, φλεβικό
- внутренний στα ελληνικά - μέσα, οικιακός, σπίτι, εσωτερικός, ενδόμυχος, στενός, εσωτερικώς, ...
- втыкать στα ελληνικά - βάζω, μπήγω, εργοστάσιο, φυτό, χωμένος, τοποθετώ, ώθηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Напыщенность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φούσκωμα, αλαζονεία, υπεροψία, μεγαλορρημοσύνη, έπαρση, μετεωρισμός, μετεωρισμό, τυμπανισμός, τυμπανισμό
Μεταφράσεις: φούσκωμα, αλαζονεία, υπεροψία, μεγαλορρημοσύνη, έπαρση, μετεωρισμός, μετεωρισμό, τυμπανισμός, τυμπανισμό