Λέξη: λίγοι

Σχετικές λέξεις: λίγοι

λίγοι και φτωχοί και ταπεινοί, λίγοι μικροοργανισμοί στα ούρα, λίγοι παλμοί

Συνώνυμα: λίγοι

ολίγοι, μερικοί

Μεταφράσεις: λίγοι

λίγοι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
some, few, a few, few people

λίγοι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cierto, alguno, pocos, algunos, pocas, algunas, unos pocos

λίγοι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
manche, etwa, um, einige, irgendein, ungefähr, nahezu, wenige, gegen, wenig, paar, wenigen

λίγοι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plusieurs, environ, légèrement, quelqu'un, quelque, quelconque, quelques, approximativement, des, quelques-uns, un, certain, guère, peu, aucun, uns, peu de

λίγοι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alquanti, poco, alcuno, qualche, uno, alcuni, pochi, alcune, poche

λίγοι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
febre, algum, aproximadamente, algumas, alguém, poucos, somália, alguma, cerca, alguns, poucas, pouco

λίγοι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeveer, enige, zowat, wat, weinig, enig, plusminus, enkele, iemand, sommige, circa, enigszins, paar, aantal, weinige

λίγοι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
малочисленный, несколько, мало, немногие, некоторые, нескольких

λίγοι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
noen, få, noen få, par, utvalg

λίγοι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
några, få, någon, fåtal, par, några få

λίγοι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joku, jokunen, harvat, noin, harva, vähän, erinäinen, yks, muutama, muutaman, muutamia, harvoista

λίγοι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
få, lidt, par, nogle få, nogle, par stykker

λίγοι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jakýsi, pár, některý, několik, málo, trochu, kterýsi, jeden, jistý, nějaký, nějakou, některé, několika

λίγοι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieliczny, niewiele, mało, nieliczni, kilka, kilku

λίγοι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
némi, némileg, némely, néhány, valami, kevés, pár, kevesen

λίγοι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabir, etrafına, birkaç, etrafında, az, kaç, az sayıda, bazı

λίγοι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
небагато, сом, дещо, якась, одні, трохи, трішки, якесь, мало, якісь, кілька, наскільки, декілька

λίγοι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
disa, pak, ca, pakta, të pakta, pakice

λίγοι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малцина, малко, няколко, някои, важните

λίγοι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трошку, троху, некалькі, крыху

λίγοι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vähemus, üksik, vähene, vähe, mõned, vähesed, paar, mõne

λίγοι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nekolicina, malo, otprilike, oko, donekle, neko, nekoliko, poneko, približno, neke, neki

λίγοι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nokkrir, fár, einhver, fáir, nokkrar, nokkur, nokkrum, nokkra

λίγοι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
aliquot, nonnullus, aliqui

λίγοι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maždaug, apie, nedaugelis, nedaug, mažai, keletas, keletą

λίγοι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aptuveni, gandrīz, maz, dažas, daži, dažus, pāris

λίγοι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неколку, малку, ретките

λίγοι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unii, aproximativ, puțini, câteva, cateva, puține, câțiva

λίγοι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kakšen, par, nekaj, malo, redki, nekatere, nekateri

λίγοι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trochu, nejaký, málo
Τυχαίες λέξεις