Населять στα ελληνικά
Μετάφραση: населять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, κατοικώ, άνθρωποι, κόσμος, κατοικούν, κατοικήσουν, ζουν, κατοικούν σε
Μεταφράσεις
- аргументирует στα ελληνικά - υποστηρίζει, ισχυρίζεται, προβάλλει, διατείνεται, θεωρεί
- веско στα ελληνικά - με, με το, με την, με τις, με τα
- выбрасываться στα ελληνικά - πέταγμα, ρίχνω, πετώ, ρίχνονται, ρίχνεται, ρίξει, πέταξαν, ...
- двенадцатигранник στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
Τυχαίες λέξεις
Населять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, κατοικώ, άνθρωποι, κόσμος, κατοικούν, κατοικήσουν, ζουν, κατοικούν σε
Μεταφράσεις: άνθρωπος, κατοικώ, άνθρωποι, κόσμος, κατοικούν, κατοικήσουν, ζουν, κατοικούν σε