Λέξη: ερωτηματολόγιο

Σχετικές λέξεις: ερωτηματολόγιο

ερωτηματολόγιο αξιολόγησης μαθήματος, ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης rosenberg, ερωτηματολόγιο προυστ, ερωτηματολόγιο για την τηλεόραση, ερωτηματολόγιο achenbach, ερωτηματολόγιο ευ ζην, ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, ερωτηματολόγιο αξιολόγησης προμηθευτών, ερωτηματολόγιο αναπληρωτών εσπα, ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης, ερωτηματολογιο

Μεταφράσεις: ερωτηματολόγιο

ερωτηματολόγιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
questionnaire, the questionnaire, a questionnaire, replies

ερωτηματολόγιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interrogatorio, cuestionario, cuestionario de, encuesta, cuestionarios, el cuestionario

ερωτηματολόγιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fragenkatalog, fragebogen, umfrage, Fragebogen, Fragebogens, Frage

ερωτηματολόγιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enquête, questionnaire, questionnaire de, questionnaires

ερωτηματολόγιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
questionario, questionario di, questionari, al questionario

ερωτηματολόγιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
questionário, questionário de, questionários

ερωτηματολόγιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vragenlijst, de vragenlijst, enquête, vragenlijst van, vragenlijst in

ερωτηματολόγιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
анкета, вопросник, вопросника, опросник

ερωτηματολόγιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spørreskjema, spørreskjemaet, questionnaire, skjemaet

ερωτηματολόγιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frågeformulär, frågeformuläret, enkät, enkäten, frågeformulär som

ερωτηματολόγιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyselykaavake, kyselylomake, kysely, kyselyyn, kyselylomakkeen, kyselylomakkeeseen, kyselyn

ερωτηματολόγιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spørgeskema, spørgeskemaet, spoergeskema

ερωτηματολόγιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dotazník, anketa, dotazníku, dotazníkové, dotazníkového

ερωτηματολόγιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ankieta, formularz, kwestionariusz, kwestionariusza, questionnaire, ankietę

ερωτηματολόγιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kérdőív, kérdőívet, kérdőívre, kérdőíves, kérdőívre adott

ερωτηματολόγιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anket, anketi, soru, anket formu, questionnaire

ερωτηματολόγιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безперечно, безсумнівний, безперечний, анкета, Профіль

ερωτηματολόγιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pyetësor, Pyetësori, Pyetësori i, pyetësorit, pyetësor i

ερωτηματολόγιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анкета, въпросник, въпросника, на въпросника

ερωτηματολόγιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
анкета, Профіль, Клубы, не Анкета

ερωτηματολόγιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ankeet, küsimustik, küsimustiku, küsimustikule, küsimustikku, küsimustikus

ερωτηματολόγιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
anketa, upitnik, upitnika, questionnaire, upitnik je

ερωτηματολόγιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Spurningalistinn, spurningalisti, spurningalista, spurningalistann, Spurningalistarnir

ερωτηματολόγιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apklausas, anketa, klausimynas, klausimyną, klausimyno, questionnaire Klausimynas

ερωτηματολόγιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anketa, aptaujas lapa, anketā, aptaujas anketa

ερωτηματολόγιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прашалник, прашалникот, прашалници, на прашалникот, прашалникот на

ερωτηματολόγιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chestionar, chestionarul, la chestionar, chestionarului, chestionar de

ερωτηματολόγιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vprašalnik, vprašalnik je, questionnaire, vprašalnika

ερωτηματολόγιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dotazník, dotazníky, dotazníkov, dotazníku, dotazníka

Στατιστικά δημοτικότητας: ερωτηματολόγιο

Τυχαίες λέξεις