Λέξη: πτερυγίζω
Συνώνυμα: πτερυγίζω
φτερουγίζω, ραπίζω, αφίπταμαι, τρεμοσβύνω, περιίπταμαι, ταράσσω, ταράσσομαι
Μεταφράσεις: πτερυγίζω
πτερυγίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flutter, flit, flicker, flap
πτερυγίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aletear, tremolar, flamear, revolotear, flit, revolotean, pasar rápidamente, revoloteo
πτερυγίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewegung, gleichlaufschwankung, flattern, aufregung, huschen, flitzen, flit
πτερυγίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tumulte, inquiétude, voleter, trembloter, mouvement, flotter, ondoyer, agitation, émoi, voltiger, flirter, agiter, papillonner, flit, voltigent
πτερυγίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svolazzare, flit, volteggiare, svolazzano, trasporteranno
πτερυγίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agitação, flauta, vibração, alvoroço, voar, flit, voam, borboletear, esvoaçam
πτερυγίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onrust, beweging, opschudding, beroering, woeling, agitatie, fladderen, flit, vliegen, drentelen, fladder
πτερυγίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взмахивание, волнение, трепыхаться, полоскаться, махать, движение, выпорхнуть, порхать, трепет, развеваться, спорхнуть, флаттер, заколыхаться, порхание, порхнуть, махание, порхают, мелькают, перелетают, мелькать
πτερυγίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smette, flit, pile
πτερυγίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaja, oväsen, uppståndelse, flit, flimrar, fladdra, smådjur
πτερυγίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sekamelska, pyyhältää, hässäkkä, hakkailla, liehua, lennellä, flit, liitää, vilahtavan, muuttaa varkain pois
πτερυγίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flagre, flit, at flagre
πτερυγίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzrušení, rozruch, poletovat, kmitat, neklid, mávat, vzruch, třepat, vlát, flit, poletují
πτερυγίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trzepotać, zatrzepotać, powiewać, kołatanie, niepokój, trzepotanie, przypływ, trzepot, fruwanie, dygotać, płoszyć, niepokoić, chwianie, niepokojenie, przemknąć, śmigać, latać, flit, przemyka
πτερυγίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
röpködés, libegés, pislogás, rebbenés, szorongás, pulzálás, felületrezgés, lobogás, lengés, szárnyrezegtetés, röpdösés, repül, buzi, flit, elmegy, vonulnak
πτερυγίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareket, uçuşmak, taşınmak, taşınma, flit, şaşkınlıkla
πτερυγίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трепетання, перелетіть, пурхати, літати, порхающих, пурхатимуть, порхати
πτερυγίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fluturoj, kalon nëpër mendje, kalojnë sa, të kalojnë sa
πτερυγίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хвърча, прелитам, прелитане, пробягвам, отлитам
πτερυγίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пырхаць
πτερυγίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võbelus, laperdama, vilksatama, Lennellä, Muuta varkain välja, Liihotella, vilksama
πτερυγίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podrhtavanje, proletjeti, lepršati, letjeti, lepršanje, letjeti lako
πτερυγίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flit, flögra
πτερυγίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skrajoti, flit, skraidžioti, Pavīdēt, kaitalioti gyvenamąją vietą
πτερυγίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavīdēt, dzīves vietas maiņa
πτερυγίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шетаме, да се повлечат, се повлечат, повлечат, влијаат
πτερυγίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
flutura, se muta, zbura, schimbare de domiciliu, mutare
πτερυγίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Leteti, Proletjeti
πτερυγίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozruch, poletovať