Λέξη: λεξικό

Σχετικές λέξεις: λεξικό

λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό google, λεξικό αρχαίων, λεξικό ελληνικό, λεξικό μπαμπινιώτης, λεξικό μπαμπινιώτη download, αγγλοελληνικό λεξικό, λεξικο, ελληνικό λεξικό, online λεξικό, ελληνοαγγλικό λεξικό, αγγλικό λεξικό, λεξικό ελληνικής, google λεξικό, λεξικό μπαμπινιώτη, λεξικό τριανταφυλλίδη, αγγλοελληνικο, ελληνοαγγλικο, ελληνοαγγλικο λεξικό

Συνώνυμα: λεξικό

λεξιλόγιο

Μεταφράσεις: λεξικό

λεξικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dictionary, lexicon, the dictionary

λεξικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diccionario, léxico, Ingles, el diccionario, diccionario de, Inglés

λεξικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lexikon, wörterbuch, verzeichnis, Wörterbuch, Wörter, Wörterbuch enthaltene

λεξικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vocabulaire, lexique, dictionnaire, le dictionnaire, dans le dictionnaire, dictionnaire de

λεξικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vocabolario, lessico, dizionario, Inglese, dizionario Dizionario, dizionario Dizionario di, nel dizionario

λεξικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dicionários, ditador, dicionário, vocabulário, dicionário de, Dictionary, de dicionário, do dicionário

λεξικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woordenboek, Dictionary, woordenlijst

λεξικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
справочник, словник, словарь, словаре, Словари, Словари для, словаря

λεξικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordbok, ordbok med, ordboken, ordlisten, ordliste

λεξικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordbok, lexikon, ordboken, för korsord, ordlistan

λεξικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanakirja, sanakirjasta, sanakirjassa, sanakirjan, sanakirjaan

λεξικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordbog, ordbog med, ordbogen

λεξικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slovník, slovníku, Dictionary, Slovník Česko

λεξικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słownik, słowniku, słownika

λεξικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szótár, szótárban, wikiből, szótára, szótárt

λεξικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sözlük, sözlüğunde, sözlük glosbe, sözlükte, glosbe sözlük

λεξικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
словник, довідник, словарь

λεξικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fjalor, fjalorin, dictionary, Fjalori, fjalor shqip

λεξικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
речник, яловаря, речника, речник на

λεξικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слоўнік, словарь

λεξικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnaraamat, sõnastik, sõnastikku, sõnastiku, sõnaraamatu

λεξικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rječnika, leksikon, rječnik, rječnik |, rječnik | Mogućnosti

λεξικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orðabók, orðabókinni, orðabókin, orðabók íslenska

λεξικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žodynas, žodyno, žodyną, kalbų žodynas

λεξικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārdnīca, leksikons, vārdnīcu, vārdnīcā, Dictionary, vārdnīcas

λεξικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
речникот, речник, Dictionary, речникот македонски, речника

λεξικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dicţionar, dicționar, dicționarul, în dicționarul, Român, Englez

λεξικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lovnik, slovar, angleški, rječnik, slovarju

λεξικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slovník

Στατιστικά δημοτικότητας: λεξικό

Τυχαίες λέξεις