Насиживать στα ελληνικά

Μετάφραση: насиживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκολάπτομαι, επωάζω, άνοιγμα, μελαγχολώ, μπουκαπόρτα, τσούρμο, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Насиживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алхимик στα ελληνικά - αλχημεία, αλχημιστής, αλχημιστή, Alchemist, του Αλχημιστή, ο αλχημιστής
  • в-шестых στα ελληνικά - έκτον, Έκτο, Εκτον
  • горнорабочий στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
  • жиро στα ελληνικά - οπισθογράφηση, επιδοκιμασία, giro, επιταγών, τρεχούμενων, τρεχούμενου, ταχυδρομικών επιταγών
Τυχαίες λέξεις
Насиживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, επωάζω, άνοιγμα, μελαγχολώ, μπουκαπόρτα, τσούρμο, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται