Λέξη: παραμονεύω

Σχετικές λέξεις: παραμονεύω

παραμονεύω συνώνυμο

Συνώνυμα: παραμονεύω

ενεδρεύω, κρύβομαι, υποκρύπτομαι

Μεταφράσεις: παραμονεύω

παραμονεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lurk

παραμονεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estar al acecho, lurk, acechan, acecho, acechador

παραμονεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lauern, lurk, Lauer, lauern sie

παραμονεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épier, guetter, se cacher, rôder, Lurk, rôdent

παραμονεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appostarsi, lurk, si nascondono, agguato

παραμονεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espreitar, espreitam, espreite, lurk

παραμονεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loer, loeren, loer liggen, de loer liggen, op de loer liggen

παραμονεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прятаться, скрыться, спрятаться, скрываться, хорониться, таиться, хоронить, LURK, прячутся, таятся

παραμονεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lur, ligge på lur, lurer rundt

παραμονεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lurar, lurk, lura

παραμονεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maleksia, väijyä, vaania, piillä, norkoilla, vaanivat, luurata

παραμονεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lure, lurer

παραμονεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
číhat, číhá

παραμονεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obserwować, drzemać, czyhać, podpatrywać, czaić, przyczaić się, kryć się, czaić się, przycupnąć

παραμονεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leselkedik, lesben, lesben áll, bujkál

παραμονεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gizlenmek, pusuda, pusuya yatmak

παραμονεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокушення, таїтися, критися, ховатися, чаїтися, критись

παραμονεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rri në përgjim, rri, fshihem, bëj strehë, gënjeshtër

παραμονεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крия се, тая се, промъквам се, дебнат, спотайвам се

παραμονεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таіцца, хавацца, ўтойвацца, быць прыхавана, прыхавана

παραμονεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hiilima, varistus, Luurata, Väijyä, varitsevad, luurama

παραμονεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijevara, vrebati, skrivati se, skrivati

παραμονεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leynast, lurk

παραμονεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tykoti, Przyczaić, paslēptuve, Būti paslēptuve

παραμονεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzglūnēt, slēpties, atrasties paslēptuve, krāpšana, uzglūnēšana

παραμονεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпионирам, демнат

παραμονεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pândi, pandesc, trage cu urechea, sta ascuns

παραμονεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Prevara, prežijo

παραμονεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
číhať, striehnuť
Τυχαίες λέξεις