Натекать στα ελληνικά
Μετάφραση: натекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, πρόσκρουση, πρόσκρουσης, πρόσπτωση, προσκρούσεως, την πρόσκρουση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биофизик στα ελληνικά - βιοφυσικός, βιοφυσικό, βιοφυσικούς, η βιοφυσικός, ο βιοφυσικός
- великан στα ελληνικά - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
- владеть στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, ...
- выставлять στα ελληνικά - τρέχω, ξαπλώνω, διορίζω, προτείνω, έκθεμα, στρώνω, επισύρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Натекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, πρόσκρουση, πρόσκρουσης, πρόσπτωση, προσκρούσεως, την πρόσκρουση
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, πρόσκρουση, πρόσκρουσης, πρόσπτωση, προσκρούσεως, την πρόσκρουση