Λέξη: οικονομολόγος

Σχετικές λέξεις: οικονομολόγος

οικονομολόγος μηχανικός, οικονομολόγος πλατύς, οικονομολόγος του περιβάλλοντος, οικονομολόγος κ. γιώργος αδαλής, οικονομολόγος κατερίνα ντάνου, οικονομολόγος βαρουφάκης, οικονομολόγος δημήτρης καζάκης, οικονομολόγος μάριος δημητριάδης, οικονομολόγος στα αγγλικά, οικονομολόγος μελετητής

Συνώνυμα: οικονομολόγος

χρηματοδότης, κεφαλαιούχος

Μεταφράσεις: οικονομολόγος

οικονομολόγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
economist, financier, an economist, economist at

οικονομολόγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
economista, el economista, economista de, economista del, economistas

οικονομολόγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
volkswirtschaftler, ökonom, Wirtschaftswissenschaftler, Ökonom, Volkswirt

οικονομολόγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
économiste, économe, l'économiste, économiste en, économiste de, économistes

οικονομολόγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economista, l'economista, dell'economista, economista di, economisti

οικονομολόγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
economista, o economista, economista do, economista de

οικονομολόγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
econoom, economist, de econoom

οικονομολόγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эконом, экономист, экономистка, экономиста, экономистом

οικονομολόγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
økonom, økonomen, siviløkonom, Economist

οικονομολόγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ekonom, ekonomen, nationalekonom

οικονομολόγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ekonomi, taloustieteilijä, ekonomisti, ekonomistina, taloustieteilijän

οικονομολόγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
økonom, økonomen, economist, økonomer

οικονομολόγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ekonom, ekonomem, ekonoma, ekonomka

οικονομολόγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekonomista, ekonom, ekonomistą, ekonomisty, ekonomistka

οικονομολόγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közgazdász, közgazdásza, gazdálkodó, közgazdászként

οικονομολόγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekonomist, ekonomisti, iktisatçı, economist, bir ekonomist

οικονομολόγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
економіст

οικονομολόγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekonomist, ekonomisti, ekonomist i, ekonomiste, ekonomisti i

οικονομολόγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
икономист, икономистът, икономист на, икономиста

οικονομολόγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эканаміст

οικονομολόγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
majandusteadlane, ökonomist, majandusteadlase, ökonomisti

οικονομολόγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekonomist, ekonom, ekonomista, ekonomistica, je ekonomist

οικονομολόγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagfræðingur, hagfræðingurinn, Rekstrarhagfræðingur, Alþjóðlegur markaðsfræðingur, viðskiptafræðingur

οικονομολόγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekonomistas, ekonomisto, ekonomistė, economist

οικονομολόγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekonomists, ekonomiste, ekonomista, ekonomistam

οικονομολόγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
економист, економистот, економист на, економист од

οικονομολόγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
economist, economistul, economist de

οικονομολόγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ekonomka, ekonom, ekonomist, ekonomistka, ekonomista, gospodarstvenik

οικονομολόγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ekonóm, ekonom, ekonóma

Στατιστικά δημοτικότητας: οικονομολόγος

Τυχαίες λέξεις