Натопить στα ελληνικά

Μετάφραση: натопить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, για τη θέρμανση, να θερμάνει, σε θερμότητα, για να θερμάνει, στη θερμότητα
Натопить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • броский στα ελληνικά - ηχηρός, αξιοσημείωτος, ορατός, περίβλεπτος, περίοπτος, βροντερός, καταφανής, ...
  • голубец στα ελληνικά - μπλε, λαχανοντολμάδες, οι λαχανοντολμάδες, λάχανο κυλίνδρους
  • дифтеритный στα ελληνικά - diphtheritic
  • довольство στα ελληνικά - ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, πλούτος, αφθονία, άφθονος, ευγονία, ...
Τυχαίες λέξεις
Натопить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, για τη θέρμανση, να θερμάνει, σε θερμότητα, για να θερμάνει, στη θερμότητα