Наторговать στα ελληνικά

Μετάφραση: наторговать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλώ, εκποιώ, κερδίσουν, κερδίσει, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτήσει
Наторговать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вымогатель στα ελληνικά - καρχαρίας, εκβιαστής, extortionist, εκβιαστική
  • генетический στα ελληνικά - γενετικός, γενετική, γενετικής, γενετικών, γενετικό, γενετικές
  • грохочущий στα ελληνικά - γοργός, κροταλίζων, κροτάλισμα, κροταλίζει, κουδουνίζουν
  • датский στα ελληνικά - Δανός, δανικός, δανική, της Δανίας, δανικής
Τυχαίες λέξεις
Наторговать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλώ, εκποιώ, κερδίσουν, κερδίσει, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτήσει