Натяжка στα ελληνικά

Μετάφραση: натяжка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διηθώ, ζόρι, ανωμαλία, τέντωμα, στραμπουλίζω, τεντώνω, παρατυπία, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Натяжка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апикальный στα ελληνικά - κορυφής, κορυφαία, κορυφαίο, ακραία, ακραίο
  • всколыхнуться στα ελληνικά - κουνώ, κινούμαι, κινώ, αναδεύω, πέτρα, ανακατεύω, λικνίζω, ...
  • госбюджет στα ελληνικά - του κρατικού προϋπολογισμού, κρατικό προϋπολογισμό, κρατικού προϋπολογισμού, κρατικός προϋπολογισμός, τον κρατικό προϋπολογισμό
  • диетный στα ελληνικά - θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής
Τυχαίες λέξεις
Натяжка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διηθώ, ζόρι, ανωμαλία, τέντωμα, στραμπουλίζω, τεντώνω, παρατυπία, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση