Находчивый στα ελληνικά
Μετάφραση: находчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έτοιμος, τετραπέρατος, σβέλτος, εφευρετικός, μουσίτσα, γρήγορος, επινοητικός, γοργός, επιτήδειος, επιδέξιος, πανέτοιμος, πονηρός, πανέξυπνος, εύστροφος, δύσκολος, ακριβής, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, πολυμήχανους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адресант στα ελληνικά - διευθύνων, αποστολέας
- артериальный στα ελληνικά - αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
- библиотекарь στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκονόμου, βιβλιοθηκάριο
- градуировка στα ελληνικά - αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση
Τυχαίες λέξεις
Находчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έτοιμος, τετραπέρατος, σβέλτος, εφευρετικός, μουσίτσα, γρήγορος, επινοητικός, γοργός, επιτήδειος, επιδέξιος, πανέτοιμος, πονηρός, πανέξυπνος, εύστροφος, δύσκολος, ακριβής, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, πολυμήχανους
Μεταφράσεις: έτοιμος, τετραπέρατος, σβέλτος, εφευρετικός, μουσίτσα, γρήγορος, επινοητικός, γοργός, επιτήδειος, επιδέξιος, πανέτοιμος, πονηρός, πανέξυπνος, εύστροφος, δύσκολος, ακριβής, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, πολυμήχανους