Нацеливать στα ελληνικά
Μετάφραση: нацеливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλέπω, ευθυγραμμίζω, σκοπός, βλέψη, σκοπεύω, στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аноним στα ελληνικά - anonym
- виноватый στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- гедонист στα ελληνικά - ηδονιστής, ηδονιστή, πανηδονιστής
- живописать στα ελληνικά - εικόνα, απεικονίζουν, απεικονίζει, απεικονίσει, παριστάνουν, αναπαριστούν
Τυχαίες λέξεις
Нацеливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλέπω, ευθυγραμμίζω, σκοπός, βλέψη, σκοπεύω, στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Μεταφράσεις: αποβλέπω, ευθυγραμμίζω, σκοπός, βλέψη, σκοπεύω, στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων