Λέξη: θαυμαστής

Σχετικές λέξεις: θαυμαστής

θαυμαστής χούφτωσε την beyoncé σε συναυλία της, θαυμαστής συνώνυμο

Συνώνυμα: θαυμαστής

ανεμιστήρας, βενταλιά, θιασώτης, όμιλος θαυμαστών, φτερωτή, κομψευόμενος εραστής, εραστής, χωρικός εραστής, χωρικός νεανίας

Μεταφράσεις: θαυμαστής

θαυμαστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admirer, fan, swain, a fan, Dangle

θαυμαστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adorador, admirador, admiradora, admirador de, enamorado

θαυμαστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anbeter, verehrer, Bewunderer, Verehrer, admirer, Verehrerin, Bewunderin

θαυμαστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adorateur, amoureux, admirateur, soupirant, admiratrice, admirateur de, amateur, admire

θαυμαστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammiratore, veneratore, estimatore, ammiratrice, admirer, corteggiatore

θαυμαστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
admirador, adorador, admiradora

θαυμαστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanbidster, vereerster, bewonderaarster, aanbidder, bewonderaar, liefhebber, bewondering, admirer

θαυμαστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поклонник, почитатель, обожатель, почитательница, поклонница, кавалер, ухажер, поклонником, почитателем

θαυμαστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beundrer, admirer, tilbeder, beundreren

θαυμαστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beundrare, admirer, beundrade, beundrar, beundraren

θαυμαστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihailija, ihailijana, ihailijansa, ihaili

θαυμαστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beundrer, admirer, stor beundrer, beundrede

θαυμαστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ctitel, milovník, obdivovatel, obdivovatelem, obdivovatele, obdivoval

θαυμαστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wielbiciel, adorator, wielbicielem, admirer, admiratorem

θαυμαστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bámuló, hódoló, csodáló, csodálója, tisztelője, rajongója, híve

θαυμαστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayran, hayranı, hayranıydı, bir hayranı, hayranın

θαυμαστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поклонник, шанувальник, прихильник, залицяльник, вентилятор

θαυμαστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adhuronjës, admirues, admirues i, admirer, admirues të, adhurues

θαυμαστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поклонник, почитател, обожател, почитателка, любител

θαυμαστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыхільнік, паклоннік, аматар

θαυμαστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imetleja, austaja, admirer, ihailija, ihailijana

θαυμαστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poštovalac, ljubitelj, poklonik, obožavalac, obožavatelj, obožavateljica, štovatelj

θαυμαστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðdáandi

θαυμαστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gerbėja, gerbėjas, žavėjosi, žavisi, dievino

θαυμαστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cienītājs, pielūdzējs, apbrīnotājs, pielūdzēja

θαυμαστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обожавателка, обожавател, восхитувал, вљубеник, љубител

θαυμαστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
admirator, admiratoare, admiratorul, admirer, iubitor

θαυμαστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občudovalec, občudovalka, oboževalec, oboževalka, ljubiteljica

θαυμαστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obdivovateľ, obdivovatel, prívržencom, obdivovateľom
Τυχαίες λέξεις