Λέξη: μητρότητα
Σχετικές λέξεις: μητρότητα
μητρότητα έκθεση γ λυκείου, μητρότητα οαεδ, μητρότητα και απόλυση, μητρότητα και υγεία, μητρότητα στα 40, μητρότητα κύπροσ, μητρότητα και ψυχολογία, μητρότητα στα 45, μητρότητα αποφθέγματα, μητρότητα και εργασία
Συνώνυμα: μητρότητα
μητρότης
Μεταφράσεις: μητρότητα
μητρότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maternity, motherhood, parenthood
μητρότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maternidad, la maternidad, maternidad sin, la maternidad sin
μητρότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mutterschaft, Mutterschaft, Mutter, die Mutterschaft, der Mutterschaft, mütter
μητρότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maternité, grossesse, la maternité, Motherhood, une maternité, de la maternité
μητρότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maternità, la maternità, della maternità, motherhood, maternità di
μητρότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maternidade, a maternidade, motherhood, da maternidade, matriz
μητρότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moederschap, motherhood, het moederschap, mooi motherhood
μητρότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
материнство, материнства, Motherhood, Материнский, материнству
μητρότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
morskap, morsrollen, mor, moderskap, moder
μητρότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moderskap, moderskapet, motherhood, moder, moderskapets
μητρότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äitiys, äitiyden, äitiyteen, motherhood, synnytyksen
μητρότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moderskab, moderskabet, barsel, moderskabets, mødre
μητρότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mateřství, porodnice
μητρότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
macierzyństwo, macierzyństwa, matka, macierzyństwem
μητρότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anyaság, az anyaság, anyaságot, anyasági, az anyaságot
μητρότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
annelik, anneliğin, analık, anneliği
μητρότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
по-материнському, материнство
μητρότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtatzënia, amësi, amësisë, amësia, mëmësia, nënë
μητρότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
материнство, бременност, майчинство, майчинството, на майчинството
μητρότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мацярынства
μητρότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
emadus, sünnitusega, emaduse, emadust, emadusega
μητρότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
majčinstvo, materinstvo, je majčinstvo, majčinstva, materinstva
μητρότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Mæðrum
μητρότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nėštumas, motinystė, motinystę, motinystės, motherhood
μητρότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grūtniecība, mātes, mātes stāvoklis, maternitāte, motherhood, mates aizsardzibu
μητρότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајчинството, мајчинство, на мајчинството, мајчинска
μητρότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
graviditate, maternitate, maternității, maternitatea, maternitatii, a maternității
μητρότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
materinstvo, materinstva, je materinstvo, motherhood, materinstvu
μητρότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
materstvo, materstva, materstve, materstvom, materstvu
Τυχαίες λέξεις