Начальствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: начальствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστάζω, διατάζω, προσταγή, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, καταφέρνω, εντολή, ως, όπως, και, καθώς, σαν
Начальствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авиабаза στα ελληνικά - αεροπορική βάση, αεροπορικής βάσης, αεροπορική βάση της, την αεροπορική βάση, αεροπορική βάση του
  • безропотный στα ελληνικά - πειθήνιος, ταπεινός, άτολμος, αγόγγυστος, καρτερικής, αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα κρέας
  • вылет στα ελληνικά - αρχή, φυγή, ξεκινώ, πτήση, αρχίζω, ξεκίνημα, έξαρση, ...
  • газогенератор στα ελληνικά - παραγωγός, αεριοποιητή, αεριοποιητής, αεριογόνο συσκευή, εξαερωτή, αεριογόνο
Τυχαίες λέξεις
Начальствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστάζω, διατάζω, προσταγή, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, καταφέρνω, εντολή, ως, όπως, και, καθώς, σαν