Невиновный στα ελληνικά
Μετάφραση: невиновный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθώος, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антиподы στα ελληνικά - υπόκοσμος, υπόκοσμο, κάτω κόσμο, υποκόσμου, κάτω κόσμου
- бьеф στα ελληνικά - λιμνούλα, πισίνα, φτάνω, headwater
- жеребячий στα ελληνικά - coltish
- завербовать στα ελληνικά - κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, εντάσσω, νεοσύλλεκτος, στρατολογώ, πρόσληψη, προσλάβει, ...
Τυχαίες λέξεις
Невиновный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθώος, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους
Μεταφράσεις: αθώος, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους