Невозбранный στα ελληνικά
Μετάφραση: невозбранный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, απαγόρευση, απαγορεύει, απαγορεύοντας, απαγορεύουν, απαγόρευε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благоприобретенный στα ελληνικά - αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτηθεί, αποκτήθηκε, αποκτήσει
- властолюбивый στα ελληνικά - φιλόδοξος, φιλόδοξο, φιλόδοξη, φιλόδοξους, φιλόδοξων
- водолюб στα ελληνικά - pennywort
- возмужалость στα ελληνικά - ωριμότητα, ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
Τυχαίες λέξεις
Невозбранный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, απαγόρευση, απαγορεύει, απαγορεύοντας, απαγορεύουν, απαγόρευε
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, απαγόρευση, απαγορεύει, απαγορεύοντας, απαγορεύουν, απαγόρευε