Λέξη: συνήθεια
Σχετικές λέξεις: συνήθεια
συνήθεια ζουγανέλη, συνήθεια μπάμπης στόκας, συνήθεια στιχοι, συνήθεια στα αγγλικά, συνήθεια γνωμικά, συνήθεια αγγλικά, συνήθεια δίχτυ, συνήθεια στοκας, συνήθεια ετυμολογία, συνήθεια συνώνυμα
Συνώνυμα: συνήθεια
χρήση, μεταχείριση, χρησιμότης, χρησιμότητα, ρουτίνα, ένδυμα, ενδυμασία, έθιμο, έθος, πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, σύμβαση, συνέδριο, συνέλευση, έξη
Μεταφράσεις: συνήθεια
συνήθεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
habit, custom, practice, habit of, a habit
συνήθεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hábito, costumbre, hábito de, el hábito, hábitos
συνήθεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gepflogenheit, sitte, brauch, gewohnheit, zustand, Gewohnheit, Angewohnheit, Wohnheit
συνήθεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coutume, habit, configuration, constitution, habitude, pratique, usage, accoutumance, l'habitude, habitudes, port
συνήθεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
usanza, vezzo, abitudine, costumanza, assuefazione, consuetudine, abito, vizio, costume
συνήθεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hábito, habito, costume, hábito de, hábitos, o hábito
συνήθεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanwensel, gebruik, hebbelijkheid, gewoonte, usance, gewoonte om, rookgedrag, de gewoonte, gewoonte van
συνήθεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сложение, привычка, замашка, повадка, особенность, обычай, обыкновение, телосложение, ухватка, свойство, облачение, привычкой, привычку, привычки, привычке
συνήθεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vane, drakt, vanen, vane å, for vane, en vane
συνήθεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vana, sedvana, sed, vanan, för vana, vana att, vanor
συνήθεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tottumus, tapa, tapana, tavaksi, tavan
συνήθεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sædvane, vane, vane at, vane med, vanen
συνήθεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
návyk, hábit, zvyk, obyčej, konstituce, šat, zvykem, zvyku
συνήθεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nałóg, budowa, nawyk, przyzwyczajenie, habit, obyczaj, odzież, habitus, zwyczaj, właściwość, nawykiem
συνήθεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
habitus, szokás, szokása, szokást
συνήθεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adet, endik, alışkanlık, alışkanlığı, bir alışkanlık, alışkanlıktır, habit
συνήθεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одягання, звичай, розбудови, статуру, властивість, звичка, звичку
συνήθεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zakon, adet, zakon i, shprehi, zakon të, Zakoni
συνήθεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
навик, навика, навика да, навици
συνήθεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звычка, прывычка
συνήθεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametirüü, harjumus, kombeks, harjumuse, komme, harjumust
συνήθεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
navika, obući, običaj, odijelo, naviku, navike
συνήθεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vani, venja, vana, venju, ávani, venja að
συνήθεια στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mos
συνήθεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įprotis, įpratimas, įpročiu, įpročiai, įpročio, įprotį
συνήθεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paradums, ieradums, paradumu, ieradumu
συνήθεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
навика, навиката, навика да, обичај
συνήθεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obicei, obiceiul, obiceiul de, obișnuință, obicei de
συνήθεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklon, navada, zvok, habit, navado, razvada
συνήθεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvyk, sklon, návyk