Неволя στα ελληνικά
Μετάφραση: неволя, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλεία, σκλαβιά, δουλείας, σκλαβιάς, τη δουλεία
![Неволя στα ελληνικά Неволя στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-19453.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апеллирующий στα ελληνικά - αναιρεσείουσα, αναιρεσείων, αναιρεσείουσας, αναιρεσείοντος, προσφεύγουσα
- аррорут στα ελληνικά - αραρούτι, αραρούτη, μαραντάμυλο, αραρούτης, αρραρούτης
- барабанщик στα ελληνικά - τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
- вещать στα ελληνικά - μεταδίδω, εκπέμπω, εκπομπής, εκπομπή, μετάδοση, μετάδοσης, μεταδίδεται
Τυχαίες λέξεις
Неволя στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλεία, σκλαβιά, δουλείας, σκλαβιάς, τη δουλεία
Μεταφράσεις: δουλεία, σκλαβιά, δουλείας, σκλαβιάς, τη δουλεία