Невооруженный στα ελληνικά

Μετάφραση: невооруженный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους
Невооруженный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • базилика στα ελληνικά - βασιλική, βασιλικής, βασιλική του, τη Βασιλική, βασιλική της
  • банкир στα ελληνικά - τραπεζίτης, τραπεζίτη, τράπεζα, τραπεζικής, τράπεζας
  • гашетка στα ελληνικά - σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
  • грамотей στα ελληνικά - λόγιος, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, λόγιο
Τυχαίες λέξεις
Невооруженный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους