Недомерить στα ελληνικά

Μετάφραση: недомерить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, δίνω, σύντομη, σύντομο, μικρή, σύντομες, μικρής
Недомерить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багрянистый στα ελληνικά - μωβ, πορφυροειδής, μοβ, purplish, πορφυρό
  • басон στα ελληνικά - γαρνιτούρες, Σειρήτια, τρίμματα, είδη ταινιοπλεκτικής, Τρέσσες
  • блондинка στα ελληνικά - ξανθός, ξανθιά, ξανθά, ξανθό, ξανθιά που, ξανθή
  • давний στα ελληνικά - γέρικος, απομακρυσμένος, γέρος, παλαιός, απόμακρος, παλιός, παλιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Недомерить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, δίνω, σύντομη, σύντομο, μικρή, σύντομες, μικρής