Неисправный στα ελληνικά

Μετάφραση: неисправный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απρεπής, ελαττωματικός, ανάρμοστος, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών
Неисправный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вариться στα ελληνικά - βράζω, στιφάδο, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα
  • вахлак στα ελληνικά - φερέγγυος, εχέγγυος, vahlak
  • выправляться στα ελληνικά - δικαίωμα, αρμόζω, σωστός, δεξιός, γίνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ...
  • гулкий στα ελληνικά - κούφιος, τρανταχτός, κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, θορυβώδης, βροντερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Неисправный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απρεπής, ελαττωματικός, ανάρμοστος, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών