Нелицеприятный στα ελληνικά
Μετάφραση: нелицеприятный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειλικρινής, δικαστικός, ουδέτερος, δικανικός, νεκρό, αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аскетический στα ελληνικά - ασκητικός, αυστηρός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
- грубый στα ελληνικά - χοντρός, τραχύς, κτηνώδης, απότομος, ξετσίπωτος, αδαής, αμβλύς, ...
- жёрдочка στα ελληνικά - κούρνια, πέρκα, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
- заблуждаться στα ελληνικά - βρίσκομαι, τρικλίζω, διανύω, παραπατώ, είμαι, σκουντουφλώ, πλανώμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Нелицеприятный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειλικρινής, δικαστικός, ουδέτερος, δικανικός, νεκρό, αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Μεταφράσεις: ειλικρινής, δικαστικός, ουδέτερος, δικανικός, νεκρό, αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου