Неправомерный στα ελληνικά
Μετάφραση: неправомерный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, παράνομος, παράνομη, καταχρηστική, υπαίτια, εσφαλμένη, παράνομης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беситься στα ελληνικά - οργή, φουντώνω, λυσσομανώ, μανία, οργής, την οργή, η οργή
- врачебный στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
- выцвет στα ελληνικά - ανθίζω, άνθος, άνθηση, άνθιση, ανθίζουν, άνθισης, ανθίσει
- давление στα ελληνικά - άγχος, στύβω, τονίζω, ένταση, εφαρμογή, επιβολή, ζουλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Неправомерный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, παράνομος, παράνομη, καταχρηστική, υπαίτια, εσφαλμένη, παράνομης
Μεταφράσεις: ανίκανος, παράνομος, παράνομη, καταχρηστική, υπαίτια, εσφαλμένη, παράνομης