Неприхотливый στα ελληνικά
Μετάφραση: неприхотливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριόφρων, σεμνός, ταπεινός, ανεπιτήδευτη, ανεπιτήδευτο, ειλικρινής, η ανεπιτήδευτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барство στα ελληνικά - αλαζονεία, αγερωτό, haughtiness, υπεροψίας, υψηλοφροσύνη
- взрослеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
- громко στα ελληνικά - φωναχτά, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, δυνατούς
- грузило στα ελληνικά - βάρος, ηγούμαι, σταθμίζω, σφαίρα, μόλυβδος, λουρί, βυθίζων, ...
Τυχαίες λέξεις
Неприхотливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριόφρων, σεμνός, ταπεινός, ανεπιτήδευτη, ανεπιτήδευτο, ειλικρινής, η ανεπιτήδευτη
Μεταφράσεις: μετριόφρων, σεμνός, ταπεινός, ανεπιτήδευτη, ανεπιτήδευτο, ειλικρινής, η ανεπιτήδευτη