Несговорчивый στα ελληνικά

Μετάφραση: несговорчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλητικός, πεισματάρης, ισχυρογνώμων, κολλώδης, επίμονος, πεισμωμένος, difficile
Несговорчивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • австрийский στα ελληνικά - αυστριακός, αυστριακή, αυστριακές, αυστριακό, αυστριακής
  • агрокультура στα ελληνικά - γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
  • вразброс στα ελληνικά - διασκορπισμένα, διάσπαρτα, σκορπισμένα, διασκορπισμένες περίπου, διασκορπισμένες
  • диафильм στα ελληνικά - λωρίδας φιλμ
Τυχαίες λέξεις
Несговорчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλητικός, πεισματάρης, ισχυρογνώμων, κολλώδης, επίμονος, πεισμωμένος, difficile