Πεισμωμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: πεισμωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рьяный, трудноизлечимый, упорный, ярый, несговорчивый, неуступчивый, упрямый, настойчивый, строптивый, peismomenos
Πεισμωμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισμωμένος

πεισμωμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, πεισμωμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πεισματάρης στα ρωσικά - неуступчивый, ярый, упрямый, упорный, несговорчивый, рьяный, настойчивый, ...
  • πεισματικά στα ρωσικά - упорно, упрямо, настойчиво, упорно не
  • πειστήριο στα ρωσικά - улика, показатель, доказательство, совместить, недоступный, стойкий, гранка, ...
  • πειστικός στα ρωσικά - решающий, заключительный, убедительный, окончательный, убедительным, убедительно, убедительными, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεισμωμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: рьяный, трудноизлечимый, упорный, ярый, несговорчивый, неуступчивый, упрямый, настойчивый, строптивый, peismomenos