Неукротимый στα ελληνικά
Μετάφραση: неукротимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζουλός, λωλός, τρελός, θυμωμένος, αδάμαστος, ακατάβλητος, αδάμαστο, αδάμαστη, ακατάβλητη
Μεταφράσεις
- викинг στα ελληνικά - βίκιγκ, Βίκινγκ, Viking, των Βίκινγκ, πειρατής του βορρά
- гардель στα ελληνικά - λοιδορία, λοιδορώ, εμπαιγμός, χλευασμός, γιουχαΐζω, περιγελώ, κοροϊδία
- дезинфицирующий στα ελληνικά - απολυμαντικό, απολυμαντικού, απολυμαντική, απολύμανσης, απολυμαντικά
- десантник στα ελληνικά - αλεξιπτωτιστής, αλεξιπτωτιστών, αλεξιπτωτιστή, αλεξιπτωτιστής για
Τυχαίες λέξεις
Неукротимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζουλός, λωλός, τρελός, θυμωμένος, αδάμαστος, ακατάβλητος, αδάμαστο, αδάμαστη, ακατάβλητη
Μεταφράσεις: κουζουλός, λωλός, τρελός, θυμωμένος, αδάμαστος, ακατάβλητος, αδάμαστο, αδάμαστη, ακατάβλητη