Λέξη: συνεχίζομαι

Σχετικές λέξεις: συνεχίζομαι

ρήμα συνεχίζεται

Συνώνυμα: συνεχίζομαι

συνεχίζω, εξακολουθώ

Μεταφράσεις: συνεχίζομαι

συνεχίζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
continue, go on

συνεχίζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proseguir, seguir, continuar, persistir, durar, seguir adelante, ir en, ir a

συνεχίζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weitermachen, fortsetzen, fortbestehen, erhalten, anhalten, weitergehen, machen, fortfahren, gehen

συνεχίζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
durer, persister, tenir, poursuivre, continuez, entretenir, maintenir, soutenir, continuent, conserver, subsister, continuer, rester, continuons, continuer à, aller, partir en, aller en

συνεχίζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
continuare, proseguire, procedere, andare avanti, andare in

συνεχίζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avançar, continuar, prosseguir, permanecer, durar, ir em, ir, continuar a

συνεχίζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorgaan, voortduren, duren, blijven, voortzetten, standhouden, voortgaan, beklijven, ga verder, gaan op, gaan, ga

συνεχίζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оставаться, продлить, пребывать, продолжать, тянуться, продлевать, сохранять, продолжаться, простираться, продолжить, длиться, пойти на, дальше

συνεχίζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortsette, gå på, dra på, går på, gå videre, gå

συνεχίζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fortsätta, gå på, åka på, går på, gå vidare

συνεχίζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pysyä, jatkaa, ylläpitää, kestää, jatkua, mennä, lähteä, tulevat

συνεχίζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vare, fortsætte, gå på, gå, tage på, går på

συνεχίζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
udržovat, setrvat, vytrvat, pokračovat, zůstat, trvat, jít dál, dál, jít, jet na

συνεχίζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozostawać, kontynuować, utrzymywać, trwać, iść, dalej, iść na, przejść

συνεχίζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tovább, megy, menni, megy a, menjen

συνεχίζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devam et, gideceğim, devam, gitmek, gireceğini

συνεχίζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перебувати, залишатися, залишатись, продовжуйтеся, продовжувати, продовжуватиме, продовжуватимуть, продовжити, далі

συνεχίζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vazhdoj, shkojnë në, shkoni në, shkuar në, të shkuar në

συνεχίζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продължавам, продължи, отидете на, да продължи, отида на

συνεχίζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працягваць, прадаўжаць

συνεχίζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jätkuma, jätkama, minna, lähed, minema

συνεχίζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
daljnjem, daljnji, nastavi, potrajati, nastavila, nastaviti, ići na, dalje, ide na, ići dalje

συνεχίζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vara, haldast, fara á, fara, fara í, farið á, halda áfram

συνεχίζομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
persevero

συνεχίζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trukti, tęstis, eiti, eiti į, tęsti, vykti

συνεχίζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
turpināt, turpināties, doties, doties uz, iet

συνεχίζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одат за, одат на, оди на, да одат на, одам на

συνεχίζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
continua, merge pe, merge mai departe, merg pe, continue

συνεχίζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pojdi, pojdite, gredo, iti, šel

συνεχίζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokračuj, pokračovať, naďalej, ďalej, pokračovať v
Τυχαίες λέξεις