Неуспевающий στα ελληνικά
Μετάφραση: неуспевающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενιχρός, αδύναμος, καθυστερημένος, ανίσχυρος, καημένος, φτωχός, υστερούν, υστερεί, που υστερούν, υστέρηση, παρουσιάζουν καθυστέρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиатор στα ελληνικά - αεροπόρος, αεροπόρο, αεροπόρου, αεροπόρων, aviator
- гауптвахта στα ελληνικά - φυλάκιο, φυλάκιο του, φυλακίου, και φυλάκιο
- двухпалатный στα ελληνικά - με δύο βουλές, δύο νομοθετικών σωμάτων, με δύο σώματα, διθάλαμη, δύο σώατα αντιπροσώπων
- демограф στα ελληνικά - δημογράφος, δημογράφο, και δημογράφο, δημογράφου
Τυχαίες λέξεις
Неуспевающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενιχρός, αδύναμος, καθυστερημένος, ανίσχυρος, καημένος, φτωχός, υστερούν, υστερεί, που υστερούν, υστέρηση, παρουσιάζουν καθυστέρηση
Μεταφράσεις: πενιχρός, αδύναμος, καθυστερημένος, ανίσχυρος, καημένος, φτωχός, υστερούν, υστερεί, που υστερούν, υστέρηση, παρουσιάζουν καθυστέρηση