Норов στα ελληνικά
Μετάφραση: норов, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακία, έθιμο, ανηθικότητα, πείσμα, δωρητές, δότες, χορηγούς, δωρητών, χορηγούς βοήθειας
Μεταφράσεις
- апостол στα ελληνικά - απόστολος, μαθητής, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
- глохнуть στα ελληνικά - πηγαίνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αναβάλλω, στάβλος, στάβλο, stall, ...
- джемс στα ελληνικά - Gems, Πολύτιμοι λίθοι, λίθοι, πετράδια, πολύτιμους λίθους
- догадка στα ελληνικά - κερδοσκοπία, μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Норов στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακία, έθιμο, ανηθικότητα, πείσμα, δωρητές, δότες, χορηγούς, δωρητών, χορηγούς βοήθειας
Μεταφράσεις: κακία, έθιμο, ανηθικότητα, πείσμα, δωρητές, δότες, χορηγούς, δωρητών, χορηγούς βοήθειας