Обварить στα ελληνικά

Μετάφραση: обварить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Обварить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • булава στα ελληνικά - ρόπαλο, λέσχη, σκήπτρο, περιβλήματα μοσχοκάρυδων, αμώμων, καρποί αμώμων
  • вага στα ελληνικά - κάγκελο, μοχλός, εμποδίζω, φράζω, μπαρ, λοστός, λοστό, ...
  • выжить στα ελληνικά - αντικαθιστώ, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
  • грамматист στα ελληνικά - γραμματικός, γραμματικού, συντάκτης γραμματικής, Ο γραμματικός, γραμματικής
Τυχαίες λέξεις
Обварить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της