Λέξη: πλεόνασμα
Σχετικές λέξεις: πλεόνασμα
πλεόνασμα καταναλωτή, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα ένστολους, πλεόνασμα δικαιούχοι, πλεόνασμα επίδομα, πλεόνασμα ένστολοι, πλεόνασμα 2013, πλεόνασμα αίτηση, πλεόνασμα 2014, πλεόνασμα συνταξιούχοι, πρωτογενές πλεόνασμα
Συνώνυμα: πλεόνασμα
περίσσευμα, αφθονία
Μεταφράσεις: πλεόνασμα
πλεόνασμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excess, surplus, surplus of, a surplus, a surplus of
πλεόνασμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excedente, sobra, superávit, exceso, superfluo, sobrante, excedentes, excedente de
πλεόνασμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selbstbehalt, überschuss, mehrbetrag, überflüssig, überzählig, Überschuss, Überschusses, Überschüsse
πλεόνασμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excédentaire, exorbitant, boni, excès, superflu, exubérance, pléthore, excédent, surabondance, incartade, surplis, démesuré, oiseux, excessif, surplus, outrance, excédents, l'excédent
πλεόνασμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superfluo, eccedenza, surplus, avanzo, eccesso, un'eccedenza
πλεόνασμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excedente, superar, excesso, extrapolar, superávit, excedentes, excedente de
πλεόνασμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overbodig, teveel, overschot, surplus, overtollige, overschotten, een overschot
πλεόνασμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неумеренность, перегиб, излишек, остаток, крайность, лихва, прибавочный, избыточный, эксцесс, приплата, излишний, перебор, избыток, лишек, излишество, озорство, профицит, сальдо
πλεόνασμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overskudd, overskudds, overskuddet
πλεόνασμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överflödig, överskott, överskottet, överskotts, över
πλεόνασμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylijäämä, tarpeeton, ylimäärä, liika, ylijäämän, ylijäämäinen, ylijäämää, ylijäämästä
πλεόνασμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overskud, overskydende, overskuddet, overskud på
πλεόνασμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přebytek, přílišný, zbytečný, přebytečný, zisk, nadbytek, nemírnost, krajnost, přehnaný, výstřelek, nadměrný, přebytku, přebytkový, přebytky
πλεόνασμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadprodukcja, nadwyżka, zapasowy, przerost, przekroczenie, wybryk, zbyteczny, nadużycie, nadbagaż, eksces, nadmiar, naddatek, superata, nadwyżkowy, nadmierny, dodatkowy, nadwyżki, nadwyżkę, nadwyżek
πλεόνασμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mértéktelenség, maradvány, felesleg, többlet, többletet, többlete, felesleges, többlettel
πλεόνασμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fazla, artı, fazlası, dışı fazla, artık
πλεόνασμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
остача, лишок, крайність, надлишок, надмір, залишок, надвишок, непомірність, надлишковий
πλεόνασμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tepricë, të tepërta, teprica, suficiti, suficit
πλεόνασμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излишък, излишъка, свръхпроизводство, за свръхпроизводство
πλεόνασμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лішак, дастатак
πλεόνασμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülejääk, liiasus, ülejäägi, ülejääki, ülejäägiga, ülejäägis
πλεόνασμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
višak, ostatke, prekoračenje, preobilje, prestup, suficit, viška, suficit u, viškova
πλεόνασμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aflaga, afgangur, afgang, afgangi, afgangurinn, afgangur af
πλεόνασμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cumulus
πλεόνασμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atlieka, perteklius, perviršis, pertekliaus, perteklių
πλεόνασμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārpalikums, pārpalikuma, pozitīvais saldo, pārpalikumu, rezultāts
πλεόνασμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вишок, суфицит, вишокот, вишок на, вишокот на
πλεόνασμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excedent, surplus, surplusul, surplusului, pe excedent
πλεόνασμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
presežek, presežek iz, presežka, presežna
πλεόνασμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prebytok, nadbytok, prebytku
Στατιστικά δημοτικότητας: πλεόνασμα
Τυχαίες λέξεις