Обвивать στα ελληνικά
Μετάφραση: обвивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεμος, αιολική, κουρδίζω, σφίγγω, enlace
Μεταφράσεις
- воздухоплавание στα ελληνικά - αεροναυτική, αεροναυπηγική, αεροναυπηγικής, της αεροναυτικής, της αεροναυπηγικής
- волочить στα ελληνικά - σέρνω, ίχνος, μονοπάτι, ζωγραφίζω, επισύρω, τραβώ, έλκω, ...
- вылощить στα ελληνικά - λουστράρω, γυαλίζω, στιλβώνω, λούστρο, βερνίκι, vyloschit
- газомет στα ελληνικά - προβολέας, GAZOMET
Τυχαίες λέξεις
Обвивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεμος, αιολική, κουρδίζω, σφίγγω, enlace
Μεταφράσεις: άνεμος, αιολική, κουρδίζω, σφίγγω, enlace