Обделать στα ελληνικά
Μετάφραση: обделать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τερματισμός, κατεργάζομαι, θεραπεύω, περατώνω, εργασία, επεξεργάζομαι, σκαλίζω, κερνώ, καλλιεργώ, τέλος, διαδικασία, εργάζομαι, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, δουλειά, δουλεύω, σφυρήλατο, από σφυρήλατο, κατεργασμένα, σφυρήλατα, που προκάλεσε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспризорный στα ελληνικά - ετοιμόρροπος, εγκαταλειμμένος, άστεγος, άστεγοι, άστεγους, αστέγων, αστέγους
- булькать στα ελληνικά - υποθάλπω, σιγοβράζω, γουργούρισμα, κελάρυσμα, γουργουρητό, κελαρύζει, κελαρύζω
- дескриптивный στα ελληνικά - περιγραφικός, περιγραφικό, περιγραφική, περιγραφικού, περιγραφικά
- дрозд-белобровик στα ελληνικά - REDWING, κοκκινότσιχλα, κοκκινότσιχλας, η κοκκινότσιχλα
Τυχαίες λέξεις
Обделать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τερματισμός, κατεργάζομαι, θεραπεύω, περατώνω, εργασία, επεξεργάζομαι, σκαλίζω, κερνώ, καλλιεργώ, τέλος, διαδικασία, εργάζομαι, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, δουλειά, δουλεύω, σφυρήλατο, από σφυρήλατο, κατεργασμένα, σφυρήλατα, που προκάλεσε
Μεταφράσεις: τερματισμός, κατεργάζομαι, θεραπεύω, περατώνω, εργασία, επεξεργάζομαι, σκαλίζω, κερνώ, καλλιεργώ, τέλος, διαδικασία, εργάζομαι, κέρασμα, μεταχειρίζομαι, δουλειά, δουλεύω, σφυρήλατο, από σφυρήλατο, κατεργασμένα, σφυρήλατα, που προκάλεσε