Λέξη: βότανο

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο μέντα, βότανο άτεκνο, βότανο για το βήχα, βότανο για στομάχι, βότανο λουίζα

Συνώνυμα: βότανο

βοτάνι, χόρτο, φυτό, ζύθος προς του βρασμού

Μεταφράσεις: βότανο

βότανο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
herb, wort, herb is, herbal

βότανο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hierba, hierbas, de hierbas, la hierba, hierba de

βότανο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kraut, Kraut, Kräuter, herb, Pflanze

βότανο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aromate, herbe, herbes, plante, herbacée, l'herbe

βότανο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erba, erbe, di erbe, un'erba, alle erbe

βότανο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erva, herb, ervas, de ervas, da erva

βότανο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruid, kruiden, kruidentuin, herb, installatie kruid

βότανο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зелье, трава, растение, травы, трав

βότανο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
urt, urten, urte, urter, herb

βότανο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ört, örten, herb, ort, örter

βότανο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yrtti, herb, ruoho

βότανο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
urt, herb, urter, krydderurt, urten

βότανο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tráva, rostlina, bylina, bylinu, bylinkovým, bylinný, herb

βότανο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trójząb, zioło, ziele, herb, Jurek, zioła

βότανο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
növény, gyógynövény, gyógyfüves, herb, fűszernövény

βότανο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ot, bitki, herb, bitkidir, otu

βότανο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трава

βότανο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
barishte, barishte të, erëza, bima, bar mjekësor

βότανο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
билки, билка, трева, билков

βότανο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трава

βότανο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maitsetaim, ürt, ravimtaim, herb, ürdi, Maitsetaim

βότανο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biljke, trava, bilje, biljka, biljnih

βότανο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jurt, kryddjurt, Jurtin, jurt sem, grasalyf

βότανο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žolė, augalas, herb, žolių, žolelių

βότανο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augs, herb, augu, garšaugu

βότανο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
билка, билки, трева, билката, тревка

βότανο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iarbă, planta, plante medicinale, plante, plantă

βότανο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zel, zelišče, zelišč, rastlina, zeliščni

βότανο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bylina, byliny, rastlina

Στατιστικά δημοτικότητας: βότανο

Τυχαίες λέξεις