Обеспечить στα ελληνικά
Μετάφραση: обеспечить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλίζω, παρέχω, προνοώ, εδραιώνω, εξασφαλίζω, ασφαλής, βεβαιώνομαι, διασφαλίζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братоубийственный στα ελληνικά - αδελφοκτονικός, αδελφοκτόνος, αδελφοκτόνο, αδελφοκτόνων, αδελφοκτόνου
- взъерошивать στα ελληνικά - βολάν, κυματισμών, πτυχώσεις, ruffles, πτυχώσεων
- вялость στα ελληνικά - αδράνεια, απάθεια, νωθρότητα, λήθαργος, λήθαργο, λήθαργου, το λήθαργο, ...
- заблуждающийся στα ελληνικά - λαθεμένοι
Τυχαίες λέξεις
Обеспечить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλίζω, παρέχω, προνοώ, εδραιώνω, εξασφαλίζω, ασφαλής, βεβαιώνομαι, διασφαλίζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Μεταφράσεις: ασφαλίζω, παρέχω, προνοώ, εδραιώνω, εξασφαλίζω, ασφαλής, βεβαιώνομαι, διασφαλίζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή