Обесславить στα ελληνικά
Μετάφραση: обесславить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, συκοφαντώ, κακολογώ, δυσφημίσουν, συκοφαντούν, δυσφημήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- божественность στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- волюнтаристский στα ελληνικά - εθελοντική, εθελοντικών, βολονταριστικό, οποίες εθελοντικά
- высаживать στα ελληνικά - βάζω, ξέσπασμα, καθορισμένος, έκρηξη, τοποθετώ, ξεσπώ, γη, ...
- дегенерировать στα ελληνικά - επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Τυχαίες λέξεις
Обесславить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, συκοφαντώ, κακολογώ, δυσφημίσουν, συκοφαντούν, δυσφημήσουν
Μεταφράσεις: δυσμένεια, συκοφαντώ, κακολογώ, δυσφημίσουν, συκοφαντούν, δυσφημήσουν