Обжигаться στα ελληνικά
Μετάφραση: обжигаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, αποκτώ, παίρνω, κάψει, κάψετε, έγκαυμα, καίνε, καίγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вводить στα ελληνικά - εμφυσώ, φέρνω, μόλυβδος, συστήνω, εισάγω, εγκαινιάζω, λουρί, ...
- впервые στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- добродушие στα ελληνικά - ερασμιότητα, amiability, φιλοφρονήσεις, φιλοφροσύνη
- драпировка στα ελληνικά - τυλίγω, κουρτίνα, Προικός, κουρτίνας, πτυχώσεις, πτυχολογία
Τυχαίες λέξεις
Обжигаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, αποκτώ, παίρνω, κάψει, κάψετε, έγκαυμα, καίνε, καίγονται
Μεταφράσεις: ζεματίζω, αποκτώ, παίρνω, κάψει, κάψετε, έγκαυμα, καίνε, καίγονται