Обижать στα ελληνικά
Μετάφραση: обижать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματίζω, πληγώνω, λοιδορώ, λάθος, προσβολή, χτυπώ, πονώ, προπηλακίζω, προσβάλλω, προσβάλλουν, προσβάλλει, προσβάλω, προσβάλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всучивать στα ελληνικά - φυτών σε, φυτού σε, εγκαταστάσεις σε
- втекающий στα ελληνικά - εισροής, εισρέοντα, εισρέοντος, εισρέον, εισροή
- дружелюбие στα ελληνικά - φιλία, φιλικότητα, τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς, χρήστες βρίσκουν τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς το
- дукат στα ελληνικά - δουκάτο νόμισμα, Ducat, δουκάτο, Δουκάτου, δουκάτο καταλύεται
Τυχαίες λέξεις
Обижать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματίζω, πληγώνω, λοιδορώ, λάθος, προσβολή, χτυπώ, πονώ, προπηλακίζω, προσβάλλω, προσβάλλουν, προσβάλλει, προσβάλω, προσβάλει
Μεταφράσεις: τραυματίζω, πληγώνω, λοιδορώ, λάθος, προσβολή, χτυπώ, πονώ, προπηλακίζω, προσβάλλω, προσβάλλουν, προσβάλλει, προσβάλω, προσβάλει