Обладатель στα ελληνικά
Μετάφραση: обладатель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήτορας, φορέας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κομιστής, θήκη, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- величество στα ελληνικά - μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, μεγαλειότητα, Αυτού Μεγαλειότητας, Αυτής Μεγαλειότητας
- весёлость στα ελληνικά - φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
- воспрещать στα ελληνικά - απαγορεύω, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
- востребование στα ελληνικά - ζητώ, ζήτηση, απαιτώ, απαίτηση, vostrebovanie
Τυχαίες λέξεις
Обладатель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήτορας, φορέας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κομιστής, θήκη, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Μεταφράσεις: κτήτορας, φορέας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κομιστής, θήκη, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο