Облекать στα ελληνικά

Μετάφραση: облекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανέλα, διορίζομαι, φανελάκι, προικίζω, εξουσιοδοτούμαι, πληροφορώ, μεταβιβάζω, επενδύω, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Облекать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бредовой στα ελληνικά - έξαλλος, παραλήρημα, Raving, παραληρών, παραπληρών
  • вертун στα ελληνικά - Vertunov
  • гавканье στα ελληνικά - υφάδι, woof, υφαδίου, κρόκη, γαβ
  • дофин στα ελληνικά - δελφίνος, Dauphin, δελφίνου, δελφίνο, τίτλος των πρωτότοκων υιών των βασιλέων της γαλλίας
Τυχαίες λέξεις
Облекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανέλα, διορίζομαι, φανελάκι, προικίζω, εξουσιοδοτούμαι, πληροφορώ, μεταβιβάζω, επενδύω, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω