Λέξη: καταριέμαι

Σχετικές λέξεις: καταριέμαι

καταριέμαι συνώνυμο

Συνώνυμα: καταριέμαι

βλασφημώ, καταρώμαι, βλαστημώ, απεχθάνομαι, βδελύσσομαι

Μεταφράσεις: καταριέμαι

καταριέμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
curse, imprecate, execrate

καταριέμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maldecir, maldición, juramento, jurar, la maldición, maldición de

καταριέμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verfluchen, verbannen, fluch, fluchen, Fluch, Fluches, Fluch zu

καταριέμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
malédiction, maudissent, imprécation, jurement, damner, sacrer, maudissons, juron, jurer, fléau, pester, blasphémer, maudire, sort, la malédiction, malédiction de

καταριέμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imprecazione, imprecare, bestemmiare, maledizione, la maledizione, curse, bestemmia

καταριέμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amaldiçoar, maldizer, caril, maldição, praga, curse, a maldição

καταριέμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwensen, vervloeken, ketteren, vloeken, vloek, vervloeking, de vloek

καταριέμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ругаться, обругать, проклинать, бедствие, изругать, ругательство, проклятие, выругать, поносить, проклясть, ругательный, выругаться, бич, клясть, проклятием, проклятия, проклятье

καταριέμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ed, forbannelse, forbanne, forbannelsen, forbanner

καταριέμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svordom, förbanna, förbannelse, förbannelsen

καταριέμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirota, siunata, manata, noitua, kärsimys, kirous, kirouksen, kirouksesta, kiroukseksi, kirousta

καταριέμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbandelse, forbandelsen, forbande

καταριέμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zatracovat, zatratit, zaklít, zlořečit, klít, proklínat, kletba, proklít, zaklení, proklínání, prokletí, prokletím

καταριέμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeklinać, wyklęcie, wykląć, przeklęcie, przekleństwo, kląć, klątwa, wulgaryzm, wyzwisko, przekleństwem, przekleństwa

καταριέμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átok, átkot, átka, átkát

καταριέμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sövmek, beddua, lanet, laneti, küfür, curse, lanettir

καταριέμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прокльон, лаяти, проклинати, прокляття, вилаяти, проклін

καταριέμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mallkoj, mallkim, mallkimi, mallkimin, mallkim e, mallkuar

καταριέμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проклятие, проклятието, проклетия, клетва

καταριέμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праклён, пракляцьце, пракляцце, заклён

καταριέμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
needma, vanduma, vandesõna, needus, needuse, needuseks, needusest, needust

καταριέμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kletva, prokletstvo, prokletstvom, prokletstva

καταριέμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blóta, bölva, bölvun, formæling, bölvunin, sú bölvun

καταριέμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bartis, prakeikimas, prakeiksmas, prakeikimu, prakeikimą, prakeikti

καταριέμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lāsts, nolādēt, lāstu, posts

καταριέμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проклетство, клетва, проклетството, клетвата, Проклетија

καταριέμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
blestema, blestem, blestemul, blestemului, blesteme

καταριέμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prekletstvo, prekletstva, urok, kletev, prokletstvo

καταριέμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kliatba, prekliatie, prekliatia, prokletí, kliatbu
Τυχαίες λέξεις